- συνοδηγός
- ο , η , συνοδηγήτρ(ι)αή1) провожатый, -ая; 2) перен. спутни|к, -ца;
ομού με την πείρα συνοδηγήτρια η σύνεση — благоразумие— спутник опыта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομού με την πείρα συνοδηγήτρια η σύνεση — благоразумие— спутник опыта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.