συνοδηγός

συνοδηγός
ο , η , συνοδηγήτρ(ι)αή
1) провожатый, -ая; 2) перен. спутни|к, -ца;

ομού με την πείρα συνοδηγήτρια η σύνεση — благоразумие— спутник опыта


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνοδηγός" в других словарях:

  • συνοδηγός — ο, η / συνοδηγός, όν, ΝΑ [ὁδηγός] ο επίσης οδηγός νεοελλ. αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματος αρχ. οδηγός …   Dictionary of Greek

  • συνοδηγόν — συνοδηγός guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»